- τριτώνια
- και τριτωνία, η, Νβοτ. γένος βολβόρριζων καλλωπιστικών φυτών τής οικογένειας ιριδίδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τριτωνίας — Τριτωνίᾱς , Τριτώνιος Tritonian fem acc pl Τριτωνίᾱς , Τριτώνιος Tritonian fem gen sg (attic doric aeolic) Τριτωνίᾱς , Τριτωνίη fem acc pl Τριτωνίᾱς , Τριτωνίη fem gen sg (attic doric aeolic) Τριτωνίς Tritonis fem acc pl (epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)